- ἔξαιτος
- ἔξαιτοςSee also: s. αἴνυμαι.Page in Frisk: 1,528
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
έξαιτος — ἔξαιτος, ον (Α) περιζήτητος, εξαίρετος, εκλεκτός («ἐξαίτους ἐρέτας», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
ἔξαιτος — picked masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξαιτον — ἔξαιτος picked masc/fem acc sg ἔξαιτος picked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίτοις — ἔξαιτος picked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαίτους — ἔξαιτος picked masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξαιτα — ἔξαιτος picked neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξαιτοι — ἔξαιτος picked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίνυμαι — αἴνυμαι (Α) (ποιητικό ρηματικό αποθεματικό) 1. βάζω χέρι σε κάτι, πιάνω, παίρνω, αφαιρώ 2. απολαμβάνω, χαίρομαι να τρώγω κάτι, τρέφομαι με κάτι 3. φρ. «πόθος μὲ αἴνυται» μέ καταλαμβάνει πόθος, ποθώ να... 4. στη Μυκηναϊκή η λ. μαρτυρείται έμμεσα… … Dictionary of Greek
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… … Dictionary of Greek
ai-ti-, ai-to- : oi-to- — ai ti , ai to : oi to English meaning: part, share, allotment, quantity, quota, portion, stake, stock, proportion, cut, contribution Deutsche Übersetzung: “Anteil” Note: Root ai ti , ai to : oi to : “part, share, allotment,… … Proto-Indo-European etymological dictionary